- περικρεμάννυμι
- ΜΑκρεμώ κάτι ολόγυρααρχ.μέσ. περικρεμάννυμαικρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικρεμάμενοι — περικρεμάννυμι hang round pres part mp masc nom/voc pl περικρεμά̱μενοι , περικρεμάννυμι hang round fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρεμάννυσθαι — περικρεμάννυμι hang round pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρεμάσθωσαν — περικρεμάννυμι hang round pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρεμάσῃς — περικρεμάννυμι hang round aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρεμῶ — περικρεμάννυμι hang round fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρέμανται — περικρεμάννυμι hang round pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρέμαται — περικρεμάννυμι hang round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικρεμάσας — περικρεμά̱σᾱς , περικρεμάννυμι hang round fut part act fem acc pl (attic epic doric) περικρεμά̱σᾱς , περικρεμάννυμι hang round fut part act fem gen sg (attic epic doric) περικρεμάσᾱς , περικρεμάννυμι hang round aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
περικρεμής — ές, Α [περικρεμάννυμι] 1. αναρτημένος γύρω από κάτι 2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek